- βρομίζω
- -ισα, -ίστηκα, βρομισμένος, λερώνω, ρυπαίνω κάτι: Μη βρομίζεις το δωμάτιό σου γιατί μόλις το καθάρισα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρομίζω — βρομίζω, βρόμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: βρομίζω : για τη γραφή με ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη. Δες και σημείωση για βρομίζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρομίζω — (Μ βρομίζω) 1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω 2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά 3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά 4. σαπίζω, αλλοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε ίζω από τον αόρ. ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] … Dictionary of Greek
αβρόμιστος — η, ο [βρομίζω] αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός … Dictionary of Greek
ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] … Dictionary of Greek
απορρυπαίνω — (Α ἀπορρυπαίνω) νεοελλ. απομακρύνω τις ρυπαρές ουσίες από μια επιφάνεια, καθαρίζω προσεκτικά αρχ. βρομίζω, λερώνω … Dictionary of Greek
βορβορώνω — (AM βορβορῶ, όω, Μ και βορβορώνω) [βόρβορος] 1. λερώνω με βόρβορο, βρομίζω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) βεβορβορωμένος, η, ο κυλισμένος στον βούρκο («προσῆλθε γυνὴ δυσώδης και βεβορβορωμένη») … Dictionary of Greek
βορβόρωσις — βορβόρωσις, η (AM) μσν. το βρόμισμα με βόρβορο αρχ. ο βορβορυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ ( όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν.… … Dictionary of Greek
βρομέζω — μυρίζω άσχημα, αναδίδω κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βρομεσμένος τού ρ. βρομίζω*, με τροπή του ι σε ε κατά το αφορεσμένος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βρομισιά — η [βρομίζω] βρομιά, ακαθαρσία … Dictionary of Greek
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek